τσιπλάκης

τσιπλάκης
-ισσα, -ικο, Ν
1. γυμνός
2: μτφ. φτωχός, κακομοίρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ciplak «γυμνός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τσιπλάκης — α και ισσα, ικο (λ. τουρκ.) 1. που είναι χωρίς φόρεμα, ο γυμνός. 2. μτφ., φτωχός, άπορος. 3. αξιολύπητος, δύστυχος, ταλαίπωρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”